Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες είναι πιθανώς λιγότερο ευαίσθητες στο αυξανόμενο επίπεδο του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, από ό,τι θεωρούσαν έως τώρα οι επιστήμονες, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις, που δεν ανατρέπουν μεν τη γνωστή εικόνα της επιδεινούμενης κλιματικής αλλαγής, αλλά πάντως υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος είναι μικρότερος και ότι η θερμοκρασία μέσα στον 21ό αιώνα θα αυξηθεί λιγότερο από το αναμενόμενο.

Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Χάρβαρντ, Πρίνστον, Κορνέλ κ.α., με επικεφαλής τον Ανδρέας Σμίτνερ του πολιτειακού πανεπιστημίου του Όρεγκον, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό Science, χρησιμοποίησαν παλαιοκλιματολογικά δεδομένα, ενώ τα προηγούμενα κλιματολογικά μοντέλα είχαν χρησιμοποιήσει κυρίως μετεωρολογικά στοιχεία των τελευταίων 150 ετών για να εκτιμήσουν το μέτρο ανταπόκρισης (δηλαδή την ευαισθησία) της θερμοκρασίας και γενικότερα του κλίματος σε σχέση με το αυξανόμενο διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο συνεχώς συσσωρεύεται στην ατμόσφαιρα και έχει σήμερα πια σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με τα επίπεδα προ της βιομηχανικής επανάστασης.

Μελετώντας την εξέλιξη των επιφανειακών θερμοκρασιών κατά το αποκορύφωμα της τελευταίας παγετωνικής περιόδου, πριν από περίπου 21.000 χρόνια, δηλαδή σε μία περίοδο που οι άνθρωποι δεν επηρέαζαν το κλίμα με τις δραστηριότητές τους και όταν το διοξείδιο στην ατμόσφαιρα ήταν πολύ πιο λίγο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η θερμοκρασία ήταν κατά μέσο όρο μόνο 2,2 βαθμούς Κελσίου πιο χαμηλή από τη σημερινή.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι η θερμοκρασία τότε θα έπρεπε να ήταν ακόμα πιο κρύα. "Αυτό σημαίνει ότι η επίδραση του διοξειδίου του άνθρακα στο κλίμα είναι μικρότερη από ό,τι νομίζαμε",είπε ο Σμίτνερ.

Με βάση αυτή τη νέα εκτίμηση για μικρότερη "κλιματική ευαισθησία", οι ερευνητές προχώρησαν σε νέες προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή. Έτσι, εκτίμησαν ότι, με δεδομένο τον διπλασιασμό του διοξειδίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδά του, η θερμοκρασία του πλανήτη μας έως το 2100 αναμένεται να αυξηθεί από 1,7 έως 2,6 βαθμούς Κελσίου (κατά μέσο όρο 2,4 βαθμούς), δηλαδή αρκετά λιγότερο από τους 2 έως 4,5 βαθμούς (κατά μέσο όρο 3 βαθμούς) που έχει προβλέψει, από το 2007, η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Αυτή η διαφορά μεταξύ των 2,4 βαθμών και των 3 βαθμών Κελσίου, αντανακλά τη διαφορετική εκτιμώμενη ευαισθησία της θερμοκρασίας στο διπλασιασμό του διοξειδίου.

Οι ερευνητές διευκρίνισαν πάντως ότι οι νέες ηπιότερες εκτιμήσεις τους δεν υποτιμούν καθόλου την απειλή από την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, ούτε προωθούν την άποψη ότι αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί με σοβαρό τρόπο. Όπως όμως είπε ένας από τους ερευνητές, ο παλαιοκλιματολόγος Αντονί Ροσέλ-Μελέ του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, η νέα μελέτη δείχνει ότι μια μεγάλη κλίμακας υπερθέρμανση του πλανήτη, που θα οδηγήσει σε σοβαρές καταστροφές, θα απαιτήσει τελικά μεγαλύτερη συγκέντρωση διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, σε σχέση με την έως τώρα εκτιμώμενη και, άρα, τέτοιες καταστροφικές συνέπειες δεν θα πρέπει να αναμένονται στο εγγύς μέλλον. "Έχουμε λίγο περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας", τόνισε.

Μέχρι πάντως το κάπως πιο αισιόδοξο "μήνυμα" της νέας έρευνας να επιβεβαιωθεί και από άλλες μελέτες, αρκετοί επιστήμονες εμφανίζονται επιφυλακτικοί να την αποδεχθούν.

ΑΠΕ-ΜΠΕ