Μπορεί η περιπέτεια του εγκεφάλου μας για τη μάθηση να αρχίζει από ένα προχωρημένο εμβρυϊκό στάδιο, όπως δείχνουν διάφορες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες τα έμβρυα μαθαίνουν κάποια ελάχιστα πράγματα. Μπορεί τα πρώτα λίγα χρόνια της ζωής μας να σφραγίζουν το πώς θα διαμορφωθεί η προσωπικότητά μας, η νοημοσύνη και η συναισθηματικότητά μας.

Μπορεί ακόμη να κατανοούμε καλύτερα σήμερα το πώς μορφοποιείται ο εγκέφαλός μας μέσω της εμπειρίας και της μάθησης, πώς δηλαδή τα διάφορα μαθησιακά ερεθίσματα σφυρηλατούν τα νευρωνικά δίκτυα, στα οποία καταγράφεται η σχετική γνώση, όπως και το συναίσθημα. Μπορεί επίσης να ‘χει αρχίσει η αποκάλυψη συγκεκριμένων γονιδίων που επηρεάζουν τις ικανότητές μας, οι οποίες με την κατάλληλη μάθηση/εμπειρία θα μετατραπούν σε δεξιότητες, που καθορίζουν τη ζωή μας, τις επιτυχίες μας και τις αποτυχίες μας.

Ωστόσο, αν και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά άλλα «μπορεί», η αλήθεια είναι ότι οι πολλές αυτές ψηφίδες δεν έχουν αποκαλύψει πλήρως το μωσαϊκό της διεργασίας της μάθησης, η οποία έχει βιολογική βάση, αλλά είναι εξαρτώμενη και από αυτό που λέμε μαθησιακό-παιδαγωγικό περιβάλλον, που με τη σειρά του προκαλεί βιολογικές αλλαγές σχετικές με τη μαθησιακή διεργασία∙ μια αμφίσημη σχέση, την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε αν καταλάβουμε καλύτερα και τους δύο παρτενέρ, το βιολογικό υπόβαθρο και το κατάλληλο παιδαγωγικό-εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Ο μίτος της μάθησης

Η εξερεύνηση αυτής της καταλυτικής για τη ζωή μας σχέσης έχει ήδη μακρά ιστορία, η οποία ωστόσο γράφεται με αργό και αποσπασματικό τρόπο. Τα επεισόδια, οι σχετικές δηλαδή πάμπολλες θεωρίες, αλλά και οι εμπειρικές πρακτικές μάθησης, μπορεί να φωτίζουν ένα μικρό μέρος του μωσαϊκού, δεν το αποκαλύπτουν όμως πλήρως και η εικόνα του παραμένει εν πολλοίς θολή. Και τούτο διότι από μόνα τους τα γονίδια που συμμετέχουν στη μάθηση δεν είναι ικανά να δώσουν την απάντηση που θέλουμε∙ ούτε βέβαια οι αποσπασματικές μεθοδολογικές πρακτικές.

Εκείνο που χρειάζεται ίσως σ’ αυτή τη φάση της κατανόησης της διεργασίας της μάθησης είναι να πιάσουμε τον μίτο από την αρχή. Να αξιοποιήσουμε δηλαδή τις γνώσεις που έχουμε από το πώς εξελίχθηκε ο εγκέφαλός μας και το πώς αναπτύσσεται στον Homo sapiens, στο είδος μας, ειδικότερα στις πολύ μικρές ηλικίες, για να θέσουμε εκείνο το μαθησιακό, το παιδαγωγικο-εκπαιδευτικό, πλαίσιο που του ταιριάζει, προκειμένου να ενδυναμωθεί η εγκεφαλική ανάπτυξη και να επιτευχθεί η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ως προς τη νευρωνική μορφοποίηση και η συνακόλουθη αποτελεσματικότερη κατάκτηση της μάθησης, της γνώσης.

Μ’ αυτή την ολιστική προσέγγιση μπορεί, αν αξιοποιηθούν και οι επί μέρους παραδοσιακές σχετικές γνώσεις, θεωρητικές και εμπειρικές, να διαμορθωθεί ένα ολιστικό θεωρητικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα τοποθετούνται με περισσότερη σιγουριά, σαφήνεια και επιτυχία οι νέες ψηφίδες του μωσαϊκού, οι κατάλληλες διδακτικές δηλαδή παρεμβάσεις.

«Ξαναζούμε» όλοι μας την Εξέλιξη

Υπό το πρίσμα αυτό μπορούν να γίνουν ορισμένες παραδοχές. Π.χ., η πρώτη βασική νοητική ικανότητα του ανθρώπου εκκινά, εξελικτικά, σε προγονικά μας είδη με την κατασκευή, χρήση αλλά και μεταφορά εργαλείων, οστέινων και πέτρινων. Αυτή η πρώιμη τεχνολογική ικανότητα «μάκρυνε» το χέρι του ανθρώπου, που σήμερα φθάνει ως τ’ αστέρια.

Για την αποτελεσματικότερη όμως επιβίωση του ανθρώπου εμφανίστηκαν στη συνέχεια, εξελικτικά, και άλλες ικανότητες∙ με την κοινωνική ικανότητα να έπεται της τεχνολογικής, μετά η γλωσσική, χωρίς την οποία η συνεργασία θα ήταν περιορισμένη, και τελευταία η θεωρητική/αριθμητική ικανότητα, που σηματοδότησε τη γέννηση της αφηρημένης σκέψης, κάπου 50.000 χρόνια πριν∙ έκτοτε η αλληλεπίδρασή τους προκάλεσε νέες αναδυόμενες-συνδυαστικές νοητικές ικανότητες, που έθεσαν τις βάσεις του νοητικού επιπέδου του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος έφερε τον πολιτισμό εδώ που είναι σήμερα.

Οσον αφορά την ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων μας, ειδικότερα κατά την πρώιμη ηλικία μας, έχει παρατηρηθεί ότι πρώτα μορφοποιούνται οι νευρωνικές συνάψεις για την προσοχή, από την οποία εξαρτώνται άλλες ικανότητες, μετά οι συνάψεις για τη γλώσσα-ομιλία και τελευταίες οι συνάψεις για τη θεωρητική/αριθμητική ικανότητα/δεξιότητα.

Υπάρχει δηλαδή κατά την ανάπτυξη του εγκεφάλου μας μια αντιστοιχία στην εξελικτική και αναπτυξιακή σειρά μορφοποίησης των σχετικών με τις εν λόγω ικανότητες νευρωνικών συνάψεων∙ μια σειρά που κατά την ανάπτυξη του εγκεφάλου μας επαναλαμβάνει την εξελικτική ιστορία του, την ανακεφαλαιώνει δηλαδή∙ όπως ανακεφαλαιώνει ο άνθρωπος ως, λ.χ., τα δεκαπέντε του χρόνια, χονδρικά, τη γνώση που κατέκτησε από την εμφάνισή του.

Μια νέα προσέγγιση μάθησης

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτές τις αντιστοιχίες μπορούμε να μορφοποιήσουμε τη διδακτική παρέμβαση ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τη βιολογική βάση της δυναμικής της μάθησης. Η παιδαγωγική αυτή μπορεί να δημιουργήσει μια νέα προσέγγιση μάθησης, έναν νέο κλάδο, που τιτλοδοτήσαμε «Βιοπαιδαγωγική», μαζί με τη συνεργάτιδά μου κ. Καραντζιά-Σταυλιώτη, μέλος ΔΕΠ του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών. Σύμφωνα με αυτή τη βιοπαιδαγωγική θεώρηση, θα πρέπει στις μικρές ηλικίες – ως τη Γ’ Δημοτικού, λ.χ., που γίνεται πιο εμφανής η αφηρημένη σκέψη, κατάσταση η οποία μπορεί να παραλληλιστεί με το τι συνέβη εξελικτικά 50.000 χρόνια πριν – η διδακτική έμφαση να είναι μεγαλύτερη στην τεχνολογική ικανότητα/δεξιότητα, μειούμενη στις υπόλοιπες, ανάλογα με τη σειρά της εξελικτικο-αναπτυξιακής εμφάνισής τους και πάντα σε μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους, ολιστική και διαθεματική.

Η έμφαση αυτή θα πρέπει να αναστρέφεται μετά τη Γ’ τάξη του Δημοτικού, όταν δηλαδή «ανακεφαλαιωθεί» εν πολλοίς η εξέλιξη του εγκεφάλου κατά την ανάπτυξή του.

Μια πρώτη εφαρμογή, για του λόγου το αληθές, έδειξε ότι παιδιά του Νηπιαγωγείου που ακολούθησαν τη βιοπαιδαγωγική διδασκαλία παρουσίασαν θεαματική διαφορά με πολύ καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με αντίστοιχα παιδιά που ακολούθησαν την παραδοσιακή διδασκαλία∙ όπως και στο Δημοτικό∙ γεγονός που δείχνει ότι η βιοπαιδαγωγική θεώρηση φαίνεται ορθή και λειτουργεί στην πράξη.

Αλλωστε η δημοσίευσή της, ως νέας θεωρίας μάθησης, σε διεθνές περιοδικό, το «International Journal of Learning» (2008), ενισχύει αυτή την παραδοχή. Σε σχετικό βιβλίο μας περιγράφεται με λεπτομέρεια όλη η νέα βιοπαιδαγωγική θεώρηση, η οποία, αν εφαρμοστεί από τους αφοσιωμένους εκπαιδευτικούς σωστά, αξιοποιώντας και το υπάρχον εκπαιδευτικό υλικό, μπορεί να βελτιώσει θεαματικά τη μαθησιακή διεργασία σε κάθε ηλικία, καθώς είναι πιθανόν να προκαλεί και επαναπρογραμματισμό του εγκεφάλου, σε περιπτώσεις «μισοχαμένων» ευκαιριών μάθησης, με φυσικό τρόπο που ενισχύει τη φυσική του ανάπτυξη.

Οπως συμβαίνει βέβαια με κάθε καινούργιο, χρειάζεται χρόνος για να αφομοιωθεί επιστημονικά και κοινωνικά. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι κάποια ανήσυχα εκπαιδευτικά και πολιτικά μυαλά να μην αγνοούν ούτε να περιφρονούν ό,τι είναι καινοτόμο.

...Mια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, την πραγματική παιδαγωγικο-εκπαιδευτική πρόοδο από τον μιμητισμό∙ για να υποχωρήσει κάποτε το σοβαρό έλλειμμα παιδείας που μας τυραννά.

Ο Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής π. πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.