Α) Περίπου 500.000 παιδιά στην Ελλάδα, δηλαδή 1 στα 5, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) για το 2008. Στον αριθμό που καταγράφεται από το Κέντρο δεν συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα.

Β) Το 23,3% του συνόλου των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών, δηλαδή περίπου 449.000 ανήλικοι, ζουν στην Ελλάδα υπό συνθήκες φτώχειας σύμφωνα με την έρευνα «Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2010» του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.

Γ) Από την έρευνα προκύπτει ότι η παιδική φτώχεια είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πληθυσμιακή πυκνότητα της περιοχής όπου ζει το παιδί. Συγκεκριμένα, το 16,2% των παιδιών που ζουν στις πυκνοκατοικημένες περιοχές διαβιούν σε νοικοκυριά με προβλήματα φτώχειας, το ποσοστό ανεβαίνει στο 17,9% για τα παιδιά που ζουν στις περιοχές ενδιάμεσης πυκνότητας και στο 31% για τα παιδιά που ζουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές.

«Εδώ και μία πενταετία περίπου είναι καταγεγραμμένος ένας πληθυσμός 450.000 παιδιών από 0-17 που ζουν σε φτώχεια στην Ελλάδα. Στην τριετία που έχει μεσολαβήσει από το 2007 που είναι τα τελευταία επεξεργασμένα στοιχεία και δημοσιοποιήσημα από την ευρωπαϊκή έρευνα των νοικοκυριών και από το ΕΚΚΕ, εικάζουμε ότι αυτό το νούμερο έχει φτάσει γύρω στα 550.000 με 600.000» Πούτου Αικατερίνη (Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας).

Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχής για την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης 2009, (EU-SILC 2009), το 23,7% των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών απειλείται από την φτώχεια μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ποσοστό που είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον γενικό πληθυσμό.

Για την ηλικιακή αυτή ομάδα, εκλείπει η σύγκριση των ποσοστών κινδύνου παιδικής φτώχειας κατά φύλο ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε εάν στην Ελλάδα ισχύει μία έμφυλη διάσταση παιδικής φτώχειας.

Στο επίπεδο της υλικής στέρησης το 49,2% του φτωχού πληθυσμού κάτω των 18 ετών, αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες σε τουλάχιστον τρείς από τις παρακάτω εννέα διαστάσεις της υλικής στέρησης (ολιστική προσέγγιση της φτώχειας) :


1.Δυσκολίες ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών – (προσέγγιση οικογενειακού εισοδήματος)

2.Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μίας εβδομάδας διακοπών (προσέγγιση οικογενειακού εισοδήματος – ψυχολογική και κοινωνική αποστέρηση παιδιών)

3.Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας (βασικό αγαθό ανάπτυξης παιδιών)

4.Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών αξίας περίπου 500 ευρώ.

5.Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν τηλέφωνο (περιλαμβάνεται και το κινητό τηλέφωνο) (κίνδυνος κοινωνικής απομόνωσης και αποκλεισμού).

6.Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση.

7.Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν πλυντήριο ρούχων.

8.Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο.

9.Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση (βασικό αγαθό για την ποιότητα ζωής των παιδιών).


Ιδιαίτερα έντονο εμφανίζεται το πρόβλημα για τα παιδιά που διαβιούν σε ημιαστικές ή/και αγροτικές περιοχές καθώς και στην περίπτωση των μονογονεϊκών οικογενειών.

Στις περισσότερες προτάσεις και μέτρα πολιτικής , που συνηθέστερα μεταφράζονται σε μορφή οικογενειακών επιδομάτων, σε εθνικό επίπεδο δεν λαμβάνονται υπόψιν οι σωρευτικές συνθήκες μειονεξίας ώστε οι επιδοματικές παροχές να κατευθύνονται πραγματικά στα παιδιά που το έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη.

kidsweb.gr

Η φτώχεια δυσκολεύει την μάθηση

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μειωμένη ικανότητα της εν ενεργεία μνήμης των φτωχών, σχεδόν σίγουρα αποτελεί συνέπεια του αυξημένου άγχους. Η φτώχεια φέρνει άγχος, επηρεάζει τις δύο περιοχές του εγκεφάλου και μειώνει την ικανότητα της μνήμης των παιδιών με αποτέλεσμα δυσκολίες στη μάθηση. Αποτέλεσμα αυτών είναι όταν μεγαλώσουν, να υστερούν από πλευράς γνώσεων και η φτώχεια τους να αναπαράγεται.

Πριν από χρόνια, η Μάρθα Φαράχ του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, έδειξε ότι η εν ενεργεία μνήμη των φτωχών παιδιών έχει μικρότερη ικανότητα κατά μέσο όρο σε σχέση με την αντίστοιχη μνήμη των παιδιών της μεσαίας τάξης.

Το συγκεκριμένο είδος μνήμης αφορά την ικανότητα του ατόμου να κρατάει πληροφορίες για τρέχουσα χρήση, π.χ. έναν τηλεφωνικό αριθμό.

Η ικανότητα αυτή θεωρείται ζωτική για πολλές δραστηριότητες, ειδικά εκπαιδευτικές, όπως η εκμάθηση ξένων γλωσσών, η ανάγνωση, η επίλυση προβλημάτων κ.α.

Μια άλλη μελέτη, των Γκάρι Έβανς και Μισέλ Σάμπεργκ του πανεπιστημίου Κορνέλ, η οποία έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, αναφέρει ότι

η μειωμένη ικανότητα της εν ενεργεία μνήμης των φτωχών, σχεδόν σίγουρα αποτελεί συνέπεια του αυξημένου άγχους που έχουν λόγω της ανατροφής τους σε ένα περιβάλλον γεμάτο στερήσεις, ένταση και μειωμένα ερεθίσματα, πράγμα που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου.


Μελετώντας μεγάλη ομάδα εθελοντών, με βάση μια σειρά δείκτες του άγχους, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι τα φτωχά παιδιά έχουν όντως βιώσει επί χρόνια αυξημένα επίπεδα άγχους κατά την ανάπτυξή τους σε σχέση με τα παιδιά της μεσαίας τάξης.

Όσα παιδιά έχουν περάσει όλη τη ζωή τους στη φτώχεια, μπορούν κατά μέσο όρο να κρατήσουν 8,5 αντικείμενα στη μνήμη τους οποιαδήποτε στιγμή, έναντι 9,4 αντικειμένων ενός παιδιού μεσαίας τάξης, ενώ όσα παιδιά είχαν μικτές οικονομικές και κοινωνικές εμπειρίες, βρίσκονται κάπου στη μέση.

Με μια σειρά άλλων τεστ, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι η αυτή η διαφορά προκαλείται από τα διαφορετικά επίπεδα συσσωρευμένου άγχους και από τίποτε άλλο.

exofitsio.blogspot.com/