Λάτρεις του ωραίου και της πολυτέλειας, οι Ιταλοί έχουν κληθεί πολλές φορές να ζήσουν με λιγότερα, αλλά ποτέ δεν εμπέδωσαν την πειθαρχία

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΑΚΗΣ ΜΑΛΑΒΑΚΗΣ


Χώρα πειθαρχημένη η Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ. Φτωχή, αναγκασμένη συχνά να ζει με περιορισμούς, ναι. Αλλά λιτή και πειθαρχημένη, με την έννοια του συνειδητού αυτοπεριορισμού, όχι.

Ενας από τους πρώτους που το αντιλήφθηκε - υπενθυμίζει ο Μαυρίτσιο Ρίτσι, αρθρογράφος στη «Ρεπούμπλικα» - υπήρξε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ όταν, τον Ιανουάριο του 1977, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης που ταλάνιζε τη χώρα, κάλεσε τους ιταλούς πολίτες να ασπαστούν τη λιτότητα, αποκηρύσσοντας παράλληλα την κουλτούρα της σπατάλης και του καταναλωτισμού. «Μια κοινωνία πιο λιτή - δήλωνε τότε ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας - μπορεί να είναι και μια πιο δίκαιη κοινωνία, λιγότερο άνιση, πραγματικά πιο ελεύθερη, πιο δημοκρατική, πιο ανθρώπινη».

Ο Μπερλινγκουέρ καλούσε τους Ιταλούς να οικοδομήσουν και να βιώσουν μιαν άλλη Ιταλία, γεγονός που σε πολλούς τότε ακουγόταν προκλητικό. Η έννοια της λιτότητας ήταν συνώνυμο της χειρότερης προσβολής για έναν ολόκληρο λαό που μόλις είχε καταφέρει να αποκτήσει έναν συγκεκριμένο (καταναλωτικό) τρόπο ζωής. Η λιτότητα σήμαινε «Κυριακές με τα πόδια» και αυτό δεν άρεσε καθόλου στους Ιταλούς.

ΤΟ ΤΑΜΠΟΥ.

Η λέξη μπήκε στο λεξιλόγιο των πολιτικών της Ιταλίας το 1973 εξαιτίας του πετρελαϊκού εμπάργκο που είχαν αποφασίσει και επιβάλει οι αραβικές χώρες. Και τότε, όπως και τώρα, η λιτότητα ήταν ξενόφερτη, σε τέτοιο βαθμό που αντί για την ιταλική «austeritu», πολίτες και πολιτικοί (ο Ρίτσι κάνει λόγο για χριστιανοδημοκρατική ευσχημοσύνη) χρησιμοποιούσαν το αγγλικό «austerity».

Η ιλιγγιώδης αύξηση της τιμής του πετρελαίου επέβαλε τη δραστική μείωση της κατανάλωσης, ιδιαίτερα της βενζίνης. Και η κυριακάτικη απαγόρευση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, πέρα από το πρακτικό όφελος της μείωσης που απέφερε, περισσότερο εξυπηρετούσε έναν σκοπό ψυχολογικό: να περιορίσει την εξάρτηση των Ιταλών από το αυτοκίνητο, προτείνοντας τις εναλλακτικές του ποδηλάτου ή του λεωφορείου και να ξεγελάσει τη διαρκώς αυξανόμενη δίψα τους για ενέργεια.

Κομμένες οι εκδρομές, φαγητό μόνο σε σπίτια συγγενών και φίλων, σινεμά μόνο στη γειτονιά. Περισσότερο όμως από όλες τις περικοπές και τις θυσίες που ήταν αναγκασμένοι να υποστούν οι Ιταλοί, η πιο βαριά ήταν αυτή που αφορούσε τα (υλικά) όνειρά τους. Ονειρα που είχαν αρχίσει να κάνουν σχεδόν μια δεκαετία πριν, την περίοδο του ιταλικού οικονομικού θαύματος.

Εχοντας μόλις περάσει από το μικρό και στενό Σεϊτσέντο (εξακοσαράκι) σ' ένα αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού, οι Ιταλοί ερμήνευαν το κάλεσμα στον περιορισμό της χρήσης του αυτοκινήτου σαν στέρηση του πιο προφανούς συμβόλου της προσωπικής τους εξέλιξης και προόδου, της προσωπικής τους ευζωίας, ακόμη και του προσωπικού τους γοήτρου. Οι αναγκαστικές «Κυριακές με τα πόδια» αποτελούν για πολλούς Ιταλούς την πιο ζωντανή ανάμνηση μιας περιόδου λιτότητας που τους επιβλήθηκε ως περίοδος μετάνοιας.

Ομως το κάλεσμα του Μπερλινγκουέρ στην ολιγάρκεια δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση. Αντιθέτως, η κατάσταση θα έπαιρνε την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο γενικός γραμματέας του ιταλικού ΚΚ απευθύνθηκε στον ιταλικό λαό, μόλις τρία χρόνια πριν από την κραυγαλέα δεκαετία του '80, από το «Μιλάνο, να το πιεις στο ποτήρι» (milano da bere: δημοσιογραφική έκφραση της περιόδου εκείνης που υποδήλωνε το κλίμα ευφορίας και καλοπέρασης που επικρατούσε στη μητρόπολη της Λομβαρδίας), από την ξέφρενη πορεία του πληθωρισμού και από τη γιγάντωση των δημόσιων εξόδων.

Ηταν σε εκείνα τα χρόνια των κυβερνήσεων Κράξι, Γκόρια και Ντε Μίτα, που το δημόσιο χρέος της Ιταλίας άρχισε να ξεφεύγει για να φτάσει στις σημερινές, εκτός ελέγχου και εφιαλτικές, διαστάσεις του. Ο λογαριασμός θα ερχόταν την επόμενη δεκαετία, εκείνη του '90, μια περίοδο που στην ιταλική πολιτική σκηνή κυριαρχούν τα «δάκρυα και αίμα» του Αμάτο και στη συνέχεια του Τσιάμπι και του Πρόντι. Περικοπές, φόροι και πολλές θυσίες ήταν τα βασικά συστατικά των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, παρ' όλο που ο όρος λιτότητα προφερόταν μόνο χαμηλόφωνα.

Σε αντίθεση όμως με τη δεκαετία του '70, περίοδο κατά την οποία η λιτότητα αφορούσε και εξυπηρετούσε τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας, η λιτότητα της δεκαετίας του '90 είχε έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος αποτυπώνεται ευστοχότατα στον ευρω-φόρο του Ρομάνο Πρόντι: την είσοδο της Ιταλίας στο ευρώ. Σήμερα, κυρίαρχη για ακόμη μία φορά, η λιτότητα αφορά την παραμονή της Ιταλίας σε αυτό.

Μέτρα με... ηθικό περιεχόμενο


Η γερμανική πειθαρχία ως τιμωρία

Τα νούμερα είναι δραματικά. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ανέρχεται σε 2 τρισ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να εξοφληθούν σε διάστημα μικρότερο από μία δεκαετία, με χρήματα που στην πλειοψηφία τους θα είναι δανεικά. Με δεδομένη την απροθυμία των επενδυτών να αγοράσουν τίτλους του ιταλικού Δημοσίου, οι Ιταλοί πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Αλλά ούτε ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός είναι πλέον αρκετός.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, για την κάλυψη των εξόδων και για την πληρωμή των τόκων, ο ιταλικός προϋπολογισμός θα πρέπει να παρουσιάζει ένα σταθερό ετήσιο πλεόνασμα της τάξης των 75 δισ. ευρώ, τόσα όσα είναι απαραίτητα για τόκους, οι οποίοι αν δεν πληρωθούν, αναπόφευκτα θα αυξήσουν το συνολικό χρέος. Ισως ο Μπερλινγκουέρ, γράφει ο ιταλός αρθρογράφος ο Μαυρίτσιο Ρίτσι, να ισχυριζόταν πως είναι μία νέα ευκαιρία για να αλλάξει και να αναμορφωθεί η Ιταλία.

Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια αλλαγή αναγκαία όσο και αναπόφευκτη. Αλλά η λιτότητα σήμερα, εκτός από περικοπές και φόρους, εμπεριέχει νοήματα που δεν είχε στο παρελθόν. Ο Μαουρίτσιο Ρίτσι υποστηρίζει πίσω από τη λιτότητα, η οποία τουλάχιστον σύμφωνα με τη γερμανική οπτική, πρέπει να επιβληθεί στις αδύναμες χώρες του Νότου όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, εδρεύει μια έμμεση «ηθική» αξίωση: τα σπάταλα κράτη πρέπει να τιμωρούνται για τις υπερβολές τους. Και η άρνηση παροχής μιας γενναιόδωρης και τελικής βοήθειας σε αυτές τις χώρες αιτιολογείται από τον φόβο των δανειστών να μην παραστρατήσουν ξανά.

Με λίγα λόγια, αυτό που ισχυρίζεται ο ιταλός είναι ότι η λιτότητα που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, αύριο στην Ιταλία και πιθανώς σε όλη την Ευρώπη, μοιάζει περισσότερο με τιμωρία παρά με μεταμέλεια (και προσπάθεια αλλαγής παράλληλα).

Τα Νέα inital.gr