Αρκετές μέρες πριν τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές και οι κοπέλες του σπιτιού άρχιζαν να καθαρίζουν και να συγυρίζουν το σπίτι και την αυλή τους. Οι γυναίκες και οι γιαγιάδες, που έγνεθαν μαλλί στις ρόκες τους, βιάζονταν να τελειώσουν ολόκληρη τη δουλειά και να μην αφήσουν καμιά εκκρεμότητα. Γιατί αν τους είχε απομείνει μαλλί, που δεν το είχαν γνέσει, οι καλικάντζαροι θα έπαιρναν τις νύχτες των εορτών τις ρόκες και μ’ αυτές θα χτυπούσαν τις γριές που δεν είχαν τελειώσει το γνέσιμο. Κι όταν η ποσότητα του μαλλιού ήταν μεγάλη, επιστρατεύονταν και οι νεότερες κοπέλες για να βοηθήσουν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων στερέωναν στο εξωτερικό πόμολο της πόρτας του σπιτιού ένα άγριο σπαράγγι ή ένα ξελαφτό (=αγκαθωτό θάμνο), για να αγκυλώνονταν οι καλικάντζαροι που θα επιχειρούσαν να μπουν μέσα στο δωμάτιο.

Η προετοιμασία των ψωμιών και των γλυκισμάτων

Τα διάφορα γλυκίσματα τα έφτιαχναν μόνο σε εύπορα σπίτια, γιατί στα φτωχά δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Οι φτωχοί έφτιαχναν μόνο το χριστόψωμο. Αλλά και οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και οι δίπλες ήσαν άγνωστα γλυκίσματα πριν από τα τέλη του 19ου αι. Παλαιότερα τα εδέσματα και γλυκίσματα που προετοιμάζονταν ήσαν μόνο τρία:

1) Η τυρόπιτα (αρβανίτικα λεγόταν «προβάτσεζα», «provaçëza»). Οι νοικοκυρές άνοιγαν φύλλο ζυμαριού με τον πλάστη (αρβ. htollëja). Έστρωναν επάνω του μια στρώση τυριού, μέσα στο οποίο έριχναν κανέλα και γαρύφαλλο. Σκέπαζαν κατόπιν τη στρώση με άλλο φύλλο και τηγάνισαν την πίτα με λάδι.

2) Τα σύκα (αρβ. fiqtë). Άνοιγαν φύλλο, το έκοβαν σε λωρίδες, πάνω στις οποίες τοποθετούσαν στη σειρά ξερά σύκα. Τύλιγαν κατόπιν τις λωρίδες και σχημάτιζαν κυλίνδρους, που τηγάνιζαν στο λάδι. Όταν αυτά ψήνονταν, έριχναν επάνω τους μέλι.

3) Το χριστόψωμο. Ήταν ένα απλό συνηθισμένο καρβέλι ψωμιού, που στην επιφάνεια σχημάτιζαν σταυρό με λωρίδες από ζυμάρι. Στις άκρες των κεραιών του σταυρού τοποθετούσαν μισό σύκο ή λίγες σταφίδες. Στην περιφέρεια του ψωμιού σχημάτιζαν γιρλάντα από το ίδιο ζυμάρι. Το έψηναν στο φούρνο μέσα σε μικρό ταψί «ταβά». Γενικά το χριστόψωμο ήταν απλούστερο και λιγότερο στολισμένο από τη πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα.

Το καλημέρι (κάλαντα)

Το καλημέρι παλαιότερα το έλεγαν όχι μόνο τα μικρά παιδιά, αλλά και μεγάλοι άντρες, που ήσαν φτωχοί. Τα παιδιά το έλεγαν το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, ενώ οι μεγάλοι τις βραδινές ώρες, κυρίως στα μαγαζιά.

Το καλημέρι των Χριστουγέννων λεγόταν, τουλάχιστον από το 1850 και μετά, πάντοτε στην ελληνική γλώσσα, αντίθετα με αυτό της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων και του Λαζάρου, που λεγόταν στην αρβανίτικη. Το χριστουγεννιάτικο ήταν το ίδιο με αυτό που λεγόταν και στην παλιά Αθήνα, δηλ.:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα

πρώτη γιορτή του χρόνου

για βγείτε, δέτε, μάθετε

όπου Χριστός γεννάται.

Γεννάται για να τρέφεται

με μέλι και με γάλα.

Το μέλι τρώνε οι άρχοντες

το γάλα οι αφεντάδες κ.λπ.

Τα κάλαντα «Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας» κ.λπ, επικράτησαν οριστικά μετά την Κατοχή, γύρω στο 1950. Κάποιος απόηχος αρβανίτικου καλημεριού σωζόταν αποσπασματικά μέχρι τις αρχές του 20ού αι. χωρίς όμως ομοιοκαταληξίες (Διήγηση της Ελένης, σ. Χρήστου Ν. Κιούση, 1980). Αυτό σε μετάφραση έχει ως εξής:

Αύριο στο σπήλαιο γεννάται ο Χριστός

κι είναι κι οι άγγελοι τριγύρω

που χαιρετιούνται με τους βοσκούς.

Κι οι αγελάδες γλείφουν και ζεσταίνουν τον Χριστό.

Στο Λιόπεσι το καλημέρι που έλεγαν οι μεγάλοι, ήταν αυτό που είχαν μάθει από τη Δανάη (αρβ. Dhanaja), που είχε καταγωγή τη Τζια. Αυτή ζούσε στο Λιόπεσι μαζί με το γιο της. Μάλιστα το τραγουδούσαν με τη νησιώτικη προφορά, όπως το έλεγε η ίδια:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα

Χριστός γεννάτι απόψε

γεννάτι τσαι βαφτίστητσε

με μέλι τσαι με γάλα.

Ανήμερα Χριστούγεννα σε σκηνικό Παπαδιαμάντη

Στη λειτουργία της εκκλησιάς. Την ημέρα των Χριστουγέννων όλος ο κόσμος ξυπνούσε λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, αφού η καμπάνα, που καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία, χτυπούσε γύρω στις τρεις και μισή, πριν τα χαράματα. Στην εκκλησία πήγαιναν όλοι, εκτός από τους πολύ γέρους και ανήμπορους. Ωστόσο έμενε πάντοτε πίσω και κάποιο άτομο, για να φυλάει το σπίτι από πιθανή επιδρομή κλεφτών.

Όταν ετοιμάζονταν, ξεκινούσαν όλοι μαζί και προχωρούσαν μέσα στους σκοτεινούς δρόμους του χωριού, αφού κανένα φως δεν τους φώτιζε. Η κίνηση ήταν μεγάλη και ακούγονταν οι συνομιλίες και οι χαιρετισμοί μεταξύ των συγχωριανών που συναντιούνταν. Όταν είχε παγωνιά κι έξω έπεφτε ψιλόβροχο ή νερόχιονο, οι γυναίκες και τα παιδιά, που δε διέθεταν βαριά και ζεστά ρούχα, τυλίγονταν με χράμια ή άλλα χοντρά σκεπάσματα του σπιτιού, για να προφυλαχτούν από τη βροχή και το κρύο. Η ομπρέλα ήταν είδος υπερπολυτέλειας εκείνη την εποχή. Πάντως μέσα στην εκκλησία υπήρχε πάντοτε μια γλυκιά ζεστασιά από την πολυκοσμία και τα χνώτα.

Η χριστουγεννιάτικη πρωινή… μαγειρίτσα. Όταν η λειτουργία τέλειωνε κι ο κόσμος γύριζε στα σπίτια, ήταν ακόμα πολύ πρωί, και δεν είχε καλά – καλά ξημερώσει. Κι επειδή μέχρι το μεσημέρι μεσολαβούσαν πολλές ώρες και δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι τότε νηστικοί, κάθονταν όλοι γύρω από το σοφρά κι έτρωγαν φαγητό μαγειρεμένο με τα εντόσθια του αρνιού και ξερό άνηθο (δηλ. χριστουγεννιάτικη μαγειρίτσα). Το πρόγευμα όμως μπορεί να ήταν σούπα με την αρνίσια πατσά και τα ποδαράκια. Τα φαγητά αυτά τα είχαν ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ και τα ξαναζέσταιναν το πρωί.

Το παραπάνω έθιμο είναι εντελώς ξεχασμένο σήμερα, αφού από τις αρχές του 20ού αι. ήταν ήδη εγκαταλειμμένο. Το ενδιαφέρον είναι ότι η μαγειρίτσα δεν ήταν αποκλειστικά πασχαλιάτικο έθιμο, όπως νομίζουμε σήμερα, αλλά και χριστουγεννιάτικο.

Η προετοιμασία του μεσημεριανού τραπεζιού. Μετά τη μαγειρίτσα, οι γυναίκες άναβαν το φούρνο, που υπήρχε στην αυλή πολλών σπιτιών, για να ψήσουν το αρνί με τις πατάτες που είχαν στο μεγάλο ταψί. Αυτό ήταν το επίσημο φαγητό της ημέρας. Το ψήσιμο της γαλοπούλας την ημέρα αυτή είναι πολύ μεταγενέστερο έθιμο, που άρχισε από τη δεκαετία του 1960. Αντίθετα τη γαλοπούλα («το γαλί», όπως την έλεγαν) τη συνήθιζαν την Πρωτοχρονιά, αλλά πολλοί ήσαν αυτοί που στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είχαν και πάλι αρνί.

Το χριστουγεννιάτικο αρνί του φούρνου πολλοί το έκαναν γεμιστό. Γέμιζαν το εσωτερικό του με ψιλοκομμένα εντόσθια, ρύζι, που προηγουμένως είχαν μισοβράσει, και άνηθο. Οι πατάτες άρχισαν να χρησιμοποιούνται από το τέλος του 19ου αι., ώσπου να τις συνηθίσει ο κόσμος, αφού, όπως είναι γνωστό, είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα πριν λίγες δεκαετίες. Προηγουμένως το αρνί ψηνόταν στο ταψί σκέτο. Πάντως οι πλούσιες οικογένειες, εκτός από το ταψί με το αρνί και τις πατάτες, έψηναν σε άλλο ταψί ένα αρνί, χωρίς τίποτε άλλο.

Ασχολίες πριν το μεσημέρι. Την ώρα της προετοιμασίας του φαγητού, οι άντρες φρόντιζαν τα ζώα και τα πουλερικά που είχαν στην αυλή και στο στάβλο, ενώ τα παιδιά, αλλά και πολλοί μεγάλοι, έβγαιναν έξω στο δρόμο, να χαιρετίσουν τους γείτονες και για να παίξουν. Στους δρόμους παιζόταν πριν το μεσημέρι το τυχερό παιχνίδι που ονομαζόταν «μπούτσι». Τοποθετούσαν ένα νόμισμα πάνω σε πέτρα μετρίου μεγέθους και το χτυπούσαν από μικρή απόσταση με μια άλλη πέτρα. Τότε το νόμισμα εκτινασσόταν κι έπεφτε στο χώμα. Ανάλογα με την όψη που εμφανιζόταν επάνω («κορώνα ή γράμματα») ο παίχτης κέρδιζε ή έχανε μικρό χρηματικό ποσό. Το παιχνίδι ήταν πολύ διασκεδαστικό και θεαματικό και προκαλούσε το ενδιαφέρον πολλών, κυρίως παιδιών. Όλοι αυτοί περικύκλωναν τους παίχτες και παρακολουθούσαν το θέαμα επευφημώντας τους κερδισμένους.

Το χριστουγεννιάτικο γεύμα. Η οικογένεια καθόταν, όπως πάντοτε, γύρω από το σοφρά και το σερβίρισμα του φαγητού γινόταν σε πιάτο ανά δύο ή τρία άτομα, όπου έβαζαν μια μερίδα κρέας, πατάτες και δυο κουταλιές από τη γέμιση του αρνιού. Στα φτωχότερα σπίτια το ταψί το τοποθετούσαν επάνω στο σοφρά και όλοι Στο τραπέζι δεν υπήρχε σαλατικό, λόγω εποχής, παρά μόνο κρασί για τους άντρες. Υπήρχε όμως γιαούρτι ή τυρί και για επιδόρπιο πορτοκάλια και μανταρίνια, από τα οπωροφόρα δέντρα της αυλής, ακόμα και ξηροί καρποί, αλλά μόνο στα «πλούσια» σπίτια.

Ο νοικοκύρης σχημάτιζε πάνω στο χριστόψωμο το σημείο του σταυρού, λέγοντας «Μότε σούμε» (αρβ. «mote shumë» = χρόνια πολλά), ενώ η γιαγιά έψαλλε, όσο ήξερε, το τροπάριο των Χριστουγέννων: «Η γέννησή σου, Χριστέ, ο Θεός ημών…». Ανταλλάσσονταν ευχές και όλοι έκαναν το σταυρό τους. Ο πατέρας μοίραζε κατόπιν τις φέτες του ψωμιού και έτρωγαν όλοι με όρεξη. Προηγουμένως όμως είχαν στείλει με τα παιδιά ένα πιάτο με φαγητό σε κάποιο φτωχό σπίτι.

Μετά το φαγητό ξάπλωναν για ύπνο, γιατί είχαν ξυπνήσει πριν τα χαράματα και νύσταζαν. Το απόγευμα κάθονταν στο τζάκι κι έλεγαν ιστορίες. Ανήμερα Χριστούγεννα δε γίνονταν επισκέψεις σε σπίτια. Οι επισκέψεις στους εορταζόμενους Χρήστους, Χριστίνες, Χρυσούλες κ.λ.π. γίνονταν, όπως και σήμερα, την επόμενη μέρα. Στους επισκέπτες προσφέρονταν στραγάλια, σύκα ή σταφίδες. Για ποτό προσφερόταν κρασί ρετσίνα στους άντρες. Τα ηδύποτα έκαναν την εμφάνισή τους αργότερα, αρχικά το ροσόλι και κατόπιν το τριαντάφυλλο.

Έτσι απλά, αλλά μέσα σε ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα περνούσαν παλαιότερα οι γιορτές των Χριστουγέννων.


mesogianews.gr