Η αγγλική εξελίσσεται ταχύτατα στην πρώτη παγκόσμια γλώσσα στην ιστορία του ανθρώπου και οπωσδήποτε αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα lingua franca στις παγκόσμιες επικοινωνίες.

Τι εννούμε όμως όταν λέμε ‘παγκόσμια’ γλώσσα; Η αγγλική χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη και, προς το παρόν, η μόνη παγκόσμια γλώσσα για μια σειρά από λόγους: διδάσκεται και χρησιμοποιείται ακόμα και σε χώρες όπου δεν είχανε διεισδύσει μέχρι πρόσφατα άλλες ξένες γλώσσες, όπως η Γαλλία, η Κίνα και η Ιαπωνία. Επίσης, επέχει θέση ξένης γλώσσας σε χώρες όπου δεν υπήρξε καμμιά ξένη αποικιακή παρουσία, όπως η Ρωσία, η Γερμανία, η Ολλανδία, ή οι σκανδιναβικές χώρες.


Επιπλέον, δεν περιορίζεται η χρήση της σε ένα μόνο πεδίο δραστηριότητων, αλλά χρησιμοποιείται εκτενώς σε κάθε λογής διεθνείς επαφές, επικοινωνίες και συναλλαγές: από τη φιλολογία (όπου κάποτε η lingua franca ήτανε τα γερμανικά) μέχρι τη διεθνή διπλωματία (όπου υποσκέλισε τα γαλλικά), από το εμπόριο μέχρι τον τουρισμό, από τις επιστήμες μέχρι το οργανωμένο έγκλημα. Τέλος, η ανάπτυξη της μουσικής ποπ, της πληροφορικής, και του διαδικτύου από τη μία και η εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας από την άλλη φαίνονται να βρίσκονται σε μια συμβιωτική σχέση μεταξύ τους, πηγαίνουνε χέρι-χέρι.

Πώς βρέθηκε η αγγλική η γλώσσα σε αυτή την προνομιακή θέση; Πώς εκτόπισε άλλες γλώσσες από τη θέση της lingua franca σε πολλούς τομείς ενώ σε άλλους εξαρχής κατέστη η κατ’ εξοχήν γλώσσα επικοινωνίας; Κυκλοφορεί η αντίληψη ότι η χρήση της αγγλικής επεκτείνεται λόγω της δομής της και των γραμματικών μηχανισμών της γλώσσας.


Έτσι ακούει κανείς ότι τα αγγλικά είναι μια πάρα πολύ απλή και στρωτή γλώσσα, ότι μαθαίνονται πιο εύκολα από άλλες, ότι έχουν «πρακτικό» χαρακτήρα και θαυμαστές εκφραστικές δυνατότητες, ότι είναι εύπλαστα και με πρωτοφανή ελαστικότητα, ότι δέχονται και ενσωματώνουν ξένες λέξεις με χαρακτηριστική ευκολία – και ούτω καθεξής. Η πραγματικότητα είναι πως η αγγλική είναι μια γλώσσα τόσο εύκολη στην κατάκτησή της όσο οποιαδήποτε άλλη φυσική γλώσσα, αρκεί δηλαδή να την κατακτά κανείς ως νήπιο κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου για τη γλωσσική ανάπτυξη (0-4 ετών).

Γενικά, οι λόγοι διάδοσης της αγγλικής δεν μπορεί να έχουνε να κάνουν με γραμματικούς ή άλλους ενδογλωσσικούς παράγοντες, αφού, όχι μόνο η αγγλική είναι εξίσου εύκολη (ή δύσκολη) με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, αλλά και γιατί διαθέτει κι αυτή σπάνια γραμματικά χαρακτηριστικά, τις ιδιοτροπίες της, ας πούμε.

Έτσι, τα αγγλικά διαθέτουν το μεγαλύτερο ρεπερτόριο φωνηέντων από όλες τις γνωστές γλώσσες, με 15 έως 20 φωνήεντα ανάλογα με τη διάλεκτο (ενώ οι περισσότερες φυσικές γλώσσες διαθέτουν 3 με 8). Επίσης, ανάμεσα σε αυτά τα 15 με 20 φωνήεντα περιλαμβάνονται μερικά σπανιότατα, όπως αυτό του “fur”. Αυτό και μόνο μάς δίνει μια ιδέα γιατί είναι τόσο δύσκολο να προφέρει κανείς σωστά τα αγγλικά.


Όσον αφορά τη μορφολογία τώρα, ενώ τα αγγλικά διαθέτουν ελάχιστη κλιτική μορφολογία, σε αντίθεση με γλώσσες όπως τα ελληνικά ή τα ρώσικα, μόνο πληθυντικό (–s) για τα ουσιαστικά και χρόνο (–ed) και ποιόν ενεργείας (–ing) για τα ρήματα, διαθέτουν ωστόσο αρκετά αυστηρούς συντακτικούς κανόνες.

Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς μάλιστα είναι ο κανόνας της αντιστροφής του βοηθητικού στην ερώτηση, ότι δηλαδή η ερώτηση του “They have thought about it.” σχηματίζεται με την πρόταξη του βοηθητικού ‘have’: “Have they thought about it?” Πρόκειται για ένα εξωτικό χαρακτηριστικό της αγγλικής γλώσσας, αφού στο μνημειώδες ‘World Atlas of Language Structures’ των Haspelmath, Dryer, Gil και Comrie βλέπουμε ότι πρόκειται για έναν κανόνα που μόλις έξι γλώσσες διαθέτουν, μία εκ των οποίων είναι τα ουαλικά.

Όσο για το λεξιλόγιό της, όντως το 70% των λέξεων της αγγλικής δεν προέρχεται από την αγγλοσαξονική, ενώ το 40% του λεξικού υλικού της προέρχεται από τη γαλλική. Ωστόσο η αγγλική δε δανείστηκε τόσες λέξεις λόγω κάποιας εγγενούς ευελιξίας της, παρά λόγω των ιστορικών περιπετειών των ομιλητών της, όπως οι επιδρομές και η κυριαρχία των Βίκινγκ στη βορειοανατολική Αγγλία, κατόπιν η κατάκτηση και η επί αιώνες κατοχή της χώρας από τους γαλλόφωνους Νορμανδούς, η επικράτηση της λατινικής στη δυτική Ευρώπη και η αποικιοκρατία.

Μιλώντας για την αποικιοκρατία, η αγγλική γλώσσα δεν οφείλει τη διάδοσή της και την ανάδειξή της σε παγκόσμια γλώσσα ούτε στη βρετανική αποικιοκρατία, άλλωστε κι άλλες αποικιακές αυτοκρατορίες κατέστησαν τις γλώσσες τους διεθνείς, όπως η ισπανική, η γαλλική και η πορτογαλική (κυρίως στη Βραζιλία).


Παρόλα αυτά η διάδοσή των παραπάνω δε συγκρίνεται πια με αυτή της αγγλικής. Η ώρα των αγγλικών ήρθε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αφού είναι η γλώσσα μιας οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, και μάλιστα σε έναν κόσμο με πρωτοφανή ευχέρεια στην επικοινωνία αλλά και στη μετακίνηση ανθρώπων, προϊόντων και ιδεών.

Σε αυτό το σημείο τίθεται το καίριο ερώτημα εάν επίκειται εξαφάνιση των υπόλοιπων φυσικών γλωσσών, εάν πρόκειται η αγγλική γλώσσα να κατακλύσει και να καταπνίξει τη γλωσσική ποικιλότητα, με ό,τι δυσοίωνο κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν για την πολιτισμική ποικιλομορφία του ανθρώπινου γένους και την πολιτιστική ιδιοσυστασία των λαών. Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει την απάντηση στα σίγουρα.


Όμως μπορούμε να συναγάγουμε με σχετική ασφάλεια πως η απάντηση είναι αρνητική, και μάλιστα όταν μελετήσουμε με προσοχή τη σημερινή κατάσταση της αγγλικής γλώσσας αλλά και την ιστορία των γλωσσών, ιδίως των δεύτερων γλωσσών. Κατ’ αρχάς είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο μια μειοψηφία των ομιλητών της σήμερα έχουν την αγγλική για μητρική τους γλώσσα: τα αγγλικά δεν εξαπλώνονται στον κόσμο αντικαθιστώντας μητρικές γλώσσες αλλά αναλαμβάνοντας τον ρόλο lingua franca, μιας (ακόμα) δεύτερης γλώσσας, η οποία χρησιμοποιείται παράλληλα με μία ή περισσότερες γλώσσες.

Σε αυτό θυμίζουν έντονα τα ελληνικά και το στάτους τους στις διάφορες κοινωνίες της ανατολικής Μεσογείου τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν. Αναμένεται λοιπόν ότι η κατάσταση αυτή θα επιφέρει πιθανότατα κάποια στιγμή στο μέλλον την πολυδιάσπαση σε (τουλάχιστον προφορικές διαλέκτους) της αγγλικής γλώσσας. Βεβαίως, στην εποχή μας οι άριστες και αστραπιαίες επικοινωνίες δεν ευνοούν την απομόνωση, και η απομόνωση αποτελεί βασικό παράγοντα καλλιέργειας της διαλεκτικής και γλωσσικής διαφοροποίησης, όχι όμως και τον μοναδικό παράγοντα.

Η διαλεκτική διαφοροποίηση δεν είναι ίδιον των απομονωμένων ορεινών περιοχών αλλά και πυκνοκατοικημένων γειτονιών σε μεγαλουπόλεις. Φυσικά, στη γραπτή μορφή τους, τα αγγλικά παρουσιάζουν, και θα παρουσιάζουν, χαρακτηριστική ομοιογένεια, ιδίως στον δικτυωμένο κόσμο του σήμερα και του αύριο.

Όμως είναι σχεδόν αναπόφευκτη η δημιουργία ποικιλιών και διαλέκτων βασισμένων στην αγγλική, κάποιες από τις οποίες κάποια στιγμή θα αποκτήσουν κύρος «γλώσσας».

Έτσι συνέβη και με την αραβική γλώσσα κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της: ναι μεν στη γραπτή μορφή της είναι κοινή από το Μαρόκο μέχρι το Ιράκ, παραμένει όμως αδύνατο να συνεννοηθούν ένας μαροκινός και ένας ιρακινός εάν χρησιμοποιούν τις μητρικές ποικιλίες τους. Γυρνώντας στην αγγλική, ήδη πολλές κρεολές βασισμένες στην αγγλική έχουν (ημι-)επίσημο στάτους ενώ ακούγονται φωνές για τον αποστιγματισμό των ποικιλιών της που μιλιούνται στην Ινδία και στη Σιγκαπούρη.

Και πάλι όμως δεν είναι όλα ρόδινα: η εποχή μας φαίνεται να έχει γίνει το σκηνικό αλλά και η αφορμή μαζικής εξαφάνισης γλωσσών. Δε μιλάμε φυσικά για τα ολλανδικά ή τα κικούγιου (γλώσσα της Κένυας), γλώσσες δηλαδή με γραπτή παράδοση και στάτους εθνικής ή και διεθνούς γλώσσας, παρά αναφέρομαι στις εκατοντάδες γλώσσες εύθραυστων τοπικών κοινωνιών, συνήθως οργανωμένων βάσει παραδοσιακών κοινωνικών δομών, γύρω από παραδοσιακές αξίες και με εστίες οι οποίες αποδεκατίζονται για κοινωνικοπολιτικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους.


Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στις εκατοντάδες γλώσσες του Αμαζονίου και της Ινδονησίας (και, παλιότερα, των προκολομβιανών κατοίκων της Βόρειας Αμερικής και των Αβορίγινων της Αυστραλίας), οι οποίες εξαφανίζονται γιατί χάνονται οι ομιλητές τους, υποκύπτοντας στις αρρώστιες του δυτικού ανθρώπου ή στη φτώχεια και στην περιθωριοποίηση που η αποικιοκρατία και ο «δυτικός τρόπος ζωής» έφεραν στα μέρη τους.

Αναφέρομαι στα αρβανίτικα, στα ποντιακά ή στην κυπριακή αραβική (τα ‘μαρωνίτικα’), που δεν ομιλούνται από τις νέες γενιές και έτσι εξαφανίζονται, καθώς η νεολαία θέλει να ενταχθεί όσο το δυνατόν πιο ομαλά και απρόσκοπτα στις γλωσσικά «ομοιογενείς» κοινωνίες της Ελλάδας και της Κύπρου αντιστοίχως. Πράγματι, έχει παρατηρηθεί σε όλον τον κόσμο ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι γλώσσες που σβήνουν αντικαθίστανται από τις κατά τόπους εθνικές γλώσσες (λ.χ. τα πορτογαλικά στη Βραζιλία) και όχι από τα αγγλικά της ποπ μουσικής, των τζην ή του γρήγορου φαγητού.

Με άλλα λόγια, όσα και αν επιθυμεί να καταλογίσει κανείς στην παγκοσμιοποίηση της αγγλικής γλώσσας, δεν μπορεί να της προσάψει τον κατακλυσμικό αφανισμό «μικρών» γλωσσών (όπως τα αρβανίτικα του τίτλου) και των πολιτισμών τους. Αυτός αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα εδώ και αιώνες, μια διαδικασία την οποία η εποχή μας, εποχή της επικοινωνίας αλλά και της παγκοσμιοποίησης του κέρδους, απλώς εντείνει και επιταχύνει.


Κείμενo του Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη