Αντιδάνειο λέγεται μια λέξη μιας γλώσσας Α που είναι δάνειο από άλλη γλώσσα Β, τελικά όμως προέρχεται από παλαιότερη λέξη της γλώσσας Α την οποία είχε δανειστεί (ενδεχομένως με μεσολάβηση άλλων γλωσσών) η γλώσσα Β. Να το κάνουμε πιο καθαρό με ένα απλό παράδειγμα.

Το τεφτέρι είναι δάνειο από το τουρκικό tefter. Ωστόσο, η τουρκική λέξη είναι με τη σειρά της δάνειο από το μεσαιωνικό ελληνικό διφθέριον (δέρμα, δερμάτινο βιβλίο). "Τας βίβλους διφθέρας καλεουσιν από του παλαιού Ιωνες", έλεγε (5.58) ο Ηρόδοτος.

Στο παραπάνω παράδειγμα, καμιά τρίτη γλώσσα δεν μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο, ελληνική και τουρκική. Η λέξη ταξίδεψε από τα ελληνικά στα τουρκικά και μετά παλιννόστησε στα ελληνικά. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, η διαδρομή της λέξης είναι πιο περίπλοκη.

Nα πάρουμε το γνωστό παράδειγμα του καναπέ. Ο καναπές είναι δάνειο στα ελληνικά από το γαλλικό canape'. Η γαλλική λέξη προέρχεται από το μεσαιωνικό (1180) γαλλικό conope' (παραπέτασμα του κρεβατιού), που με τη σειρά του έρχεται από το λατινικό conopeum, conopium (κουνουπιέρα), που είναι δάνειο από το αρχαίο ελληνικό κωνώπιον της ελληνιστικής εποχής, που σήμαινε ακριβώς την κουνουπιέρα. Εδώ βλέπουμε και τη σημασιολογική ολίσθηση. Πρώτα η λ. σήμαινε την κουνουπιέρα, μετά σήμαινε το οποιοδήποτε παραπέτασμα του κρεβατιού, και αργότερα επεκτάθηκε η σημασία της σε ολόκληρο το έπιπλο, φτάνοντας τελικά να δηλώνει μόνο το έπιπλο -και όχι το ίδιο έπιπλο μάλιστα!

Αντιδάνεια απαντούν φυσικά σε πολλές γλώσσες, αλλά η ελληνική, λόγω της μακραίωνης ιστορίας της και λόγω της τεράστιας επιρροής των αρχαίων (και λιγότερο των βυζαντινών) ελληνικών, βρίθει κυριολεκτικά από αντιδάνεια. Εχω αποδελτιώσει πάνω από 400 περιπτώσεις, εξαιρώντας τις πολύ περισσότερες αλλά ελάχιστα ενδιαφέρουσες περιπτώσεις των επιστημονικών νεολογισμών (τηλέφωνο, αντιβιοτικά κτλ.). Μερικά κειμενάκια θα βγουν σ' αυτές τις σελίδες.

Η ιστορία της λέξης άλμπατρος

Ο Απρίλης της Αφροδίτης

Το κόλπο και το χαστούκι

Η ελληνοπρεπής μπουτίκ

Το μπάνιο

Το μπουκάλιπου νανουρίζει

Ρυθμικά τραγουδάει το τσούρμο

Ενα αντιδάνειο που δεν είναι αντιδάνειο

Από τον καναπέ στον κουνούπι και άλλα τινά


sarantakos.com

Αντιδάνεια της ελληνικής γλώσσας ( πατήστε εδώ για περισσότερα )

Αντιδάνειο ( Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια )

Όταν εισάγουμε προς χρήση στην γλώσσα μας μια λέξη (Α), προσαρμόζοντας κατάλληλα μια λέξη (Β) που χρησιμοποιείται σε μια άλλη γλώσσα, τότε η λέξη (Α) είναι ένα γλωσσικό δάνειο. Οι γλώσσες δανείζονται συχνά λέξεις από άλλες γλώσσες. Στην ειδική περίπτωση που η ξένη γλώσσα είχε προγενέστερα δανειστεί προς χρήση την λέξη (Β) προσαρμόζοντας μια λέξη (Γ) της δικής μας γλώσσας, τότε λέμε ότι η λέξη (Α) είναι ένα αντιδάνειο.

Περιγράφουμε το ταξίδι των λέξεων γράφοντας [Α < Β < Γ], και διαβάζουμε : [η Α προέρχεται από την Β, που προέρχεται από την Γ].

Κατά την μετακίνησή της από γλώσσα - αναχώρησης σε γλώσσα - άφιξης η λέξη μπορεί να αλλάξει μορφή, όπως μπορεί να αλλάξει και σημασία. Η προσαρμογή μιας λέξης στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας - άφιξης μπορεί να είναι ατελής ή πλήρης. Η λέξη μπορεί να ταξιδέψει σε πολλές γλώσσες μέχρι να επιστρέψει στην αρχική γλώσσα - αναχώρησης.

Παραδείγματα
  • Αμπανόζι (το) (= μαύρο σκληρό ξύλο για έπιπλα) < τουρκ. abanoz < αραβ. | περσ. abanus | abnus < ελλ. έβενος.

  • Γάμπα (η) (= το μέρος του ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο) < ιταλ. gamba (= μηρός ανθρώπου | τμήμα της κάλτσας και του παντελονιού στο ύψος της κνήμης) < λατ. camba | gamba (= πόδι αλόγου και γενικά τετράποδου) < ελλ. καμπή (δωρικά : καμπά) (= κάμψη | λύγισμα | καμπυλωτό τμήμα | κάμψη ώμων, ισχίων, δακτύλων | άρθρωση).

  • Γκλαμουριά (η) | Γκλάμουρ (το) (= αίγλη | ελκυστικότητα) < αμερικανικά glamor (= εκεί οι γραμματισμένοι συνδέθηκαν με απόκρυφες πρακτικές μαγείας) και σύγχρονα αγγλ. glamour < σκωτσέζικα glammar < νέα αγγλ. grammar | gramaryle < μέσα αγγλ. gramer < παλαιά γαλλ. grammaire | grimoire < λατ. (ars) grammatica < ελλ. γραμματική (τέχνη).

  • Εγκυκλοπαίδεια (η) < λόγιο εγκυκλοπαιδεία < γαλλ. encyclopedie < νέο λατ. encyclopaedia < ελλ. ελληνιστικών χρόνων εγκύκλιος παιδεία (εν κύκλω παιδεία = σύνολο επιστημονικής εκπαίδευσης).

  • Καρότο (το) < καρότα (η) < ιταλ. carota < λατ. carota –ae < ελλ. καρωτόν (= ληθαργικό).

  • Κλασσικός (ο) (= αρχαίος) < αγγλ. classic < λατ. classicus < ελλ. κλασικός (= επιφανής | πρώτης τάξεως) < κλάσις (τάξις | σειρά).

  • Κόρδα (η) (= πτέρυγα μοναστηριού) < ελλ. μεσαιωνικά κόρδα < λατ. chorda < ελλ. χορδή (δωρικά : χορδά).

  • Λιμάνι (το) < τουρκ. liman < ελλ. βυζαντινά λιμένι | λιμένιν < ελλ. (υποκοριστικό) λιμένιον < ο λιμήν, του λιμένος, τον λιμένα.

  • Μάκινα (και ιδιωματικά μάκενα, η) < ιταλ. macchina | macina < λατ. *macina < machina < αρχαία ελλ. μηχανή (δωρικά : μαχανά).

  • Μπάνιο (το) (= πλύσιμο του σώματος | κολύμβηση, όπως το χρησιμοποιούμε στις συνηθισμένες εκφράσεις πάω να κάνω μπάνιο, τα μπάνια του λαού) < ιταλ. bagno < λατ. banyum < banium < *baneum < *banneum < balneum < balineum < ελλ. βαλανείον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι).

  • Μπιζέλι (το) < ιταλ. pisello < λατ. υποκοριστικό *pisellum < λατ. pisum < αρχαίο ελλ. πίσος (ο) | πίσον (το).

  • Μπουτίκ (η) (= μικρό κατάστημα ειδών πολυτελείας) < γαλλ. boutique < περιοχή Προβηγκίας botica < ιταλ. bottega < λατ. apotheca –ae < ελλ. αποθήκη.

  • Μπριγιάν (το) | Μπριγιάντι (το) (= αδάμας ειδικής κοπής) < γαλλ. brilliant (= λαμπρότης) < λατ. beryllus | beryllium < ελλ. βήρυλλος | βηρύλλιον (= πολύτιμος λίθος, πιθανόν ινδικής προέλευσης)

  • Μπριλλάντι (το) (= αδάμας ειδικής κοπής) < ιταλ. brillante (= λαμπερός) < λατ. beryllus | beryllium < ελλ. βήρυλλος | βηρύλλιον (= πολύτιμος λίθος, πιθανόν ινδικής προέλευσης)

  • Σενάριο (το) < αγγλ. scenario < λατ. scenarium < scena | scaena < ελλ. σκηνή.

  • Σμιρίγλι (το) (= είδος σκληρού ορυκτού) < ιταλ. smeriglio < νέο λατ. smeriglion < *smirilium < ελλ. σμιρίτης λίθος | σμίρις (η), της σμίριδος | σμύρις (η), της σμύριδος.

  • Τεφτέρι (το) (= σημειωματάριο | τετράδιο λογαριασμών) < τουρκ. defter < αραβ. | περσ. diftar < ελλ. διφθέρα (= δέρμα επεξεργασμένο και από τις δυο πλευρές, επάνω στις οποίες γράφουμε) < {δις + φθείρω}.

  • Φανταστικός (ο) (= εξαιρετικός | εντυπωσιακός) < αγγλ. fantastic < ελλ. φανταστικός. (= αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαντασία | ανύπαρκτος | πλασματικός)

  • Φουντούκι (το) < τουρκ. fındık < ελλ. ποντικόν (= το προερχόμενο εκ του πόντου, το θαλασσινό) κάρυον (= καρύδι).

Με το σύμβολο '|' διαχωρίζονται εναλλακτικές έννοιες. Με τον συμβολισμό '{Χ + Υ}' δηλώνεται η σύνθεση λέξης, που δημιουργείται από τα μέρη Χ και Υ. Οι λέξεις που σημειώνονται με αστερίσκο είναι αμάρτυρες, δηλαδή δεν εντοπίζονται σε γραπτά κείμενα. Χρησιμοποιούνται οι συντομογραφίες αγγλ. = αγγλικά, αραβ. = αραβικά, γαλλ. = γαλλικά, γερμ. = γερμανικά, ελλ. = ελληνικά, ιταλ. = ιταλικά, λατ. = λατινικά, περσ. = περσικά, τουρκ. = τουρκικά.

xeniglossa.gr