Του Νίκου Τσούλια

Βιολογικές αλλά κυρίως πολιτισμικές είναι οι ρίζες των χιλιάδων διαφορετικών γλωσσών των ανθρώπων. Γενετική κληρονομιά είναι η δυνατότητα του λόγου και της γλώσσας, αλλά το ποια θα είναι η γλώσσα του ανθρώπου θα συναρτηθεί από το πολιτισμικό του περιβάλλον των πρώτων χρόνων της ζωής του. Το ξεκίνημα της ανθρωποποίησης του είδους μας συμβαδίζει με την ανάπτυξη της γλώσσας, με τη συγκρότηση των κοινωνιών, με τη δημιουργία του πολιτισμού μας. Κοινό ακόμα παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του το βιολογικό ταξίδι του έμφρονα ανθρώπου με την πνευματική – γλωσσική καλλιέργειά του. Με τη γλώσσα μας κατανοούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, με τη γλώσσα μας αγαπάμε και πονάμε, με τη γλώσσα μας αισθανόμαστε και ερευνούμε…

Και είναι αυτός ο γλωσσικός πλούτος των περίπου επτά χιλιάδων σημερινών διαφορετικών γλωσσών και των πολλαπλάσιων διαλέκτων τους αλλά και των επίσης χιλιάδων διαφορετικών γλωσσών που έχουν χαθεί το κοινό υφάδι της ιστορίας του ανθρώπου πάνω στη Γη. Είναι η βάση του πολιτισμού των πολιτισμών όλων των ανθρώπων στο χρόνο τον άπαντα. Οι τόσες και τόσες γλώσσες είναι το ουσιώδες στερέωμα της πολιτισμικής ποικιλομορφίας, στοιχείο για μια συνεχή και δημιουργική εξέλιξη του ανθρώπου και των κοινωνιών του.

Όχι, στην ποικιλομορφία της Φύσης και της ζωής δεν θα ταίριαζε μια γλωσσική ομοιομορφία. Η «Βαβέλ» ως επινόηση ήταν μια ανάγκη, μια ζωτική ανάγκη. Με μια ενδεχόμενη γλωσσική ομοιομορφία δεν θα είχε δυναμική ανάπτυξης και εξέλιξης η ιστορία του ανθρώπου. Θα ήταν μεγάλο πολιτιστικό έλλειμμα η απουσία ακόμα και μιας γλώσσας, θα υπήρχε ένα κενό στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου. Γιατί κάθε γλώσσα είναι και μια διαφορετική ματιά στην ιστορία, ένα ιδιαίτερο σχέδιο για το μέλλον, μια ξεχωριστή αφήγηση της ζωής. Η πολυγλωσσία είναι μια κατάκτηση του γήινου πολιτισμού. Οι τόσες και τόσες μητροδίδακτες γλώσσες εμπλουτίζουν τη σκέψη του ανθρώπου και όλη αυτή η πλούσια γλωσσική ποικιλομορφία «διαλεγόμενη» μεταξύ των διαφορετικών λαών μετασχηματίζει και γονιμοποιεί τη συλλογιστική κάθε έθνους και κάθε ομάδας πολιτών.

Ναι, η όλη εξέλιξη του γήινου πολιτισμού θα ήταν πολύ φτωχότερη σε σχέση με τη σημερινή δυναμική, αν είχαμε μια γλωσσική μονοκαλλιέργεια. Γιατί μια τέτοια ενιαία βάση θα σήμαινε την αγνόηση των ιδιαιτεροτήτων της φύσης και της κοινωνίας για κάθε γωνιά της Γης, θα σήμαινε ομογενοποίηση των επιμέρους εμπειριών και αντιλήψεων της ζωής χιλιάδων λαών. Και μπορεί κατά περιόδους να εμφανίζεται μια lingua franca ως κρατούσα γλωσσική έκφραση, αλλά η σημασία της έγκειται μόνο στο γεγονός της επιπλέον γλωσσικής έκφρασης δίπλα στις μητρικές γλώσσες και όχι στο ενδεχόμενο της κυριαρχίας της επί των μητρικών γλωσσών.

Κάθε γλώσσα έχει τον εννοιολογικό πλούτο της, την ξεχωριστή μουσικότητά της, την μοναδικότητα της ομορφιάς της. Εκφράζει τις ιδιαιτερότητες των απόψεων, των ονείρων και των φαντασιώσεων κάθε λαού και όχι μόνο, αφού κάθε γλώσσα μετασχηματίζεται εν μέρει ως ζωντανός οργανισμός προσαρμοζόμενη στα επιμέρους πολιτιστικά οικοσυστήματα ακόμα και πολύ μικρών περιοχών. Άλλωστε, ο προφορικός λόγος – ως πιο «αυθεντικός» και πιο «πλαστικός» και δημιουργικός – θα εκφράζει και θα πολλαπλασιάζει διαρκώς και με ένταση κάθε ξεχωριστή λειτουργία ακόμα και μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Πόσες φορές δεν έχουμε δει «σμήνη λέξεων» να κυκλοφορούν μόνο στο «άλφα» χωριό και στο διπλανό χωριό να μην τα κατανοούν παρά μόνο μερικώς και μέσα από τα συμφραζόμενά τους. Πόσες φορές δεν έχουμε δει τις λέξεις να «τροποποιούν» το περιεχόμενό τους στη διάρκεια μιας γενιάς, για να εκφράσουν την μοναδική ούτως ή άλλως συγκυρία της εποχής, και απορούμε το πώς ακριβώς γίνεται. Πόσες φορές δεν γοητευόμαστε από την ποικιλοχρωμία του υπαινικτικού λόγου και από τις μεταλλάξεις των γλωσσικών κωδίκων, που εμφανίζονται σα «νεογέννητα παιδιά» για να μορφοποιήσουν επιμέρους ή και πρόσκαιρες ανάγκες και επιθυμίες μιας μικρής κοινότητας ανθρώπων.

Η σημερινή ιστορικότητα χαρακτηρίζεται – εκτός των άλλων – από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των κοινωνιών και από την αύξηση της γλωσσομάθειας ιδιαίτερα στις νέες γενιές. Εδώ δεν πρέπει να ανησυχούμε ότι μέσω αυτής της συγκυρίας θα χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα, γιατί η ενεργητικότερη επικοινωνία της μητρικής μας γλώσσας με άλλες γλώσσες και κουλτούρες την εμπλουτίζουν και συνεργεί σε μια ακόμα πιο γόνιμη εξέλιξή της. Η εθνική και γλωσσική ταυτότητα απειλείται από άλλες πλευρές και κυρίως από την αλλοτρίωση που διαμορφώνουν οι ποικίλοι χειραγωγικοί μηχανισμοί εξουσίας επί της γλωσσικής καλλιέργειας ενός λαού και από το χωνευτήρι της ομογενοποίησης της Παγκοσμιοποίησης (επ’ αυτού θα επανέλθουμε).

Η μελέτη των χιλιάδων γλωσσών – είτε των σημερινών είτε των χαμένων γλωσσών – εκ μέρους γενικά των επιστημόνων και πιο πολύ των γλωσσολόγων δεν είναι μια σπουδή μνημειακής εκπαίδευσης αλλά μια ζωντανή και μια άκρως απαραίτητη λειτουργία για να κατανοήσουμε τη σημερινή μας πολιτισμική εικόνα, για να ρίξουμε περισσότερο φως στην αυτογνωσία μας. Γιατί το γλωσσικό μας ταξίδι σε κάθε έκφρασή του – όπου γης και όπου χρόνου – εμπεριέχει και κομμάτια του εαυτού μας είτε αυτό αφορά του κώδικες και τα νοήματα της Γραμμικής Α είτε της γλώσσας των Ινδιάνων της Αμερικής είτε τα αντίστοιχα των Εσκιμώων είτε των αρχαίων Αζτέκων κλπ κλπ.

Προφανώς δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την πλούσια γλωσσική παρακαταθήκη όλων των ανθρώπων. Μπορούμε όμως να σκύψουμε πάνω στα συμπεράσματα της Γλωσσολογίας, για να κατανοήσουμε τις κοινές ρίζες των γλωσσών, για να γευθούμε την κοινή καταγωγή και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων, για να εμπλουτίσουμε τον αγώνα μας για διαρκή εξανθρωπισμό. Άλλωστε, μαθαίνοντας είτε μια ξένη γλώσσα είτε κομμάτια της κοινής γλωσσικής κληρονομιάς νιώθουμε την αγάπη μας για τη μητρική μας γλώσσα να φουντώνει και συνειδητοποιούμε πιο έντονα το κοινό μέλλον όλων των ανθρώπων. Αλλά αυτά δεν είναι μια ομορφιά της ζωής;

anthologio.wordpress.com