Κέζα Λώρη tovima gr

Είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν ένας δημόσιος υπάλληλος γνωρίζει την αγγλική. Αρκεί να ερωτηθεί από τον αξιολογητή «How do you do?» Στην περίπτωση που απαντήσει με τον στίχο των AΒΒΑ «I do, I do, I do», σημαίνει ότι δεν την κατέχει τη γλώσσα .

Το ζήτημα είναι πού θα βρεθούν οι αξιολογητές, εκείνοι δηλαδή που θα εξετάσουν περισσότερους από 620.000 φακέλους για να διαπιστώσουν αν οι δημόσιοι υπάλληλοι διαθέτουν πραγματικά τα προσόντα που δηλώνουν >.

Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Κοσμογονία: ο Γιάννης Ραγκούσης ανακοινώνει ότι θα προχωρήσει στην απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων. Για να προχωρήσει, άσκησε εκβιασμό: όποιος δεν κατέθετε να στοιχεία του στην Ενιαία Αρχή Πληρωμής δεν θα ξαναέβλεπε μισθό. Ετσι λοιπόν ξεκίνησε η ιστορία με τους φακέλους των υπαλλήλων.

Η συγκέντρωση στοιχείων λειτούργησε παράλληλα με ένα άλλο σύστημα, τις ανώνυμες καταγγελίες για ευνοιοκρατικές προσλήψεις και χαριστικές προαγωγές. Ο γενικός επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής έκανε τότε λόγο για δεκάδες υποθέσεις διαφθοράς που σχετίζονται με πλαστά δικαιολογητικά. Κατατέθηκαν ακόμη και πλαστά πανεπιστημιακά πτυχία, αγορασμένα σε τιμές υψηλότερες των 5.000 ευρώ.

Τα ψεύτικα πτυχία προέρχονται από συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύµατα της Βρετανίας, της Βουλγαρίας, της Ρουµανίας και της Ιταλίας. Ο αξιολογητής θα μπορούσε να ξεμπερδέψει μαζί τους με λίγες ερωτήσεις, πέραν του επιστημονικού αντικειμένου: «Πες μας έναν κεντρικό δρόμο της πόλης Tίργκου Mούρες, εκεί όπου απέκτησες το πτυχίο σου». Καθώς τα πτυχία διανέμονται ταχυδρομικά, ο υπάλληλος μάλλον θα κοβόταν από την πρώτη ερώτηση.

Για τα πιο εύκολα, δηλαδή τις ξένες γλώσσες και την «Πιστοποίηση Ικανότητας Περιήγησης στο Internet», έχει ήδη ζητηθεί η συνδρομή των αρμοδίων φορέων, όπως το Βρετανικό Συμβούλιο ή το Γαλλικό Ινστιτούτο, που κλήθηκαν να επαληθεύσουν τη γνησιότητα εγγράφων. Στα «προσόντα» συγκαταλέγεται, βεβαίως, και η τεκνοποίηση μετά στεφανώματος. Η οικογενειακή κατάσταση έδινε κατιτίς παραπάνω στους προσοντούχους. Αυτό, λοιπόν, που επιχειρεί η κυβέρνηση είναι όχι μόνο να αξιολογήσει τους δημοσίους υπαλλήλους πάνω σε κατατεθειμένα δεδομένα, αλλά να προχωρήσει σε διασταυρώσεις, έχοντας σίγουρο ότι κάποιοι κορόιδεψαν κατά την πρόσληψή τους.

Είναι κάπως αργά για διαπιστώσεις, όμως η αξιολόγηση, οι εφεδρείες, οι απομακρύνσεις, οι μετατάξεις, οι καταργήσεις, όλα αυτά που μπαίνουν υπό την σκέπην της γενικής ιδέας των απολύσεων, εφαρμόζονται ανάποδα. Εκδιώκονται δημόσιοι υπάλληλοι με υπολογισμούς για το πόσα θα εξοικονομηθούν από τους μισθούς οι οποίοι θα σταματήσουν να καταβάλλονται. Ποτέ, όμως, δεν έγινε μια αντίστροφη προσπάθεια, να καταγραφεί δηλαδή ποιες είναι οι ανάγκες του κράτους. Δεν νοείται κάθε χρόνο να αλλάζει ο αριθμός των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα σχολεία, αφού οι εγγραφές των μαθητών γίνονται έγκαιρα. Δεν νοείται να αυξάνονται τα καθήκοντα των εφοριακών και ταυτόχρονα να μειώνεται δραματικά το προσωπικό στις υπηρεσίες.

Κανονικά, σε ένα οργανωμένο κράτος, θα καταγράφονταν οι ανάγκες και κατόπιν θα επιλέγονταν οι κατάλληλοι άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, πρώτα επελέγησαν οι άνθρωποι, πολλαπλασιάστηκαν ανά τετραετία, και κατόπιν ανατέθηκαν καθήκοντα. Τώρα, το κριτήριο είναι πόσα μπορεί να δώσει το κράτος στη μισθοδοσία. Η λειτουργία του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντα ερχόταν δεύτερη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να ανατρέψει το σκηνικό, ακόμη κι αν αραιώσει με τον πιο δίκαιο τρόπο τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι επίορκοι, οι κοπανατζήδες, οι απατεώνες με τα ψεύτικα πτυχία απλώς επικάθονται σε ένα κακοφτιαγμένο, αλλοπρόσαλλο οικοδόμημα.

Το ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα έχει ήδη απαντηθεί από την πρόσφατη εμπειρία. Η απογραφή έγινε, αλλά δεν αξιοποιήθηκε. Οι καταγγελίες για ψεύτικα προσόντα αυξήθηκαν. Ελεγχοι ξεκινούν ξανά και ξανά. Το πρόβλημα είναι ότι η μισή Ελλάδα τραβάει την υπόλοιπη μισή στη σαπίλα. Είναι διαδεδομένη η ηθική της συγκάλυψης, με δημοφιλέστερο κανόνα το «εγώ δεν θα γίνω ρουφιάνος». Για κάθε ψεύτικη βεβαίωση υπάρχει ένας κύκλος απατεώνων, όμως στην άλλη πλευρά εργάζονται ησύχως όλοι εκείνοι που έχουν γνώσεις αληθινές και πιστοποιημένες, εκείνοι που είναι ταλαντούχοι, φιλότιμοι, έντιμοι. Να υποθέσουμε ότι οι καλοί θα παραμείνουν στις επάλξεις με την τακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη; Τολμά κανείς να το υποθέσει;

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουλίου 2013