Τι ισχύει για την καταγγελία σύμβασης αορίστου ή ορισμένου χρόνου πριν τη λήξη της

Ως τέτοιος λογίζεται ενδεικτικά η άρνηση παροχής εργασίας, η παράβαση της υποχρέωσης πίστης, η επαγγελματική ανεπάρκεια ή ανικανότητα, η βάναυση και υβριστική συμπεριφορά του μισθωτού προς τον εργοδότη του ή τους συναδέλφους του. Ακολούθως, το πρόσωπο που θίγεται από την καταγγελία μπορεί να προβεί σε παραίτηση. Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την καλή πίστη, θα πρέπει να γνωστοποιείται στο λήπτη ο σπουδαίος λόγος, ώστε να είναι σε θέση να σταθμίσει τις πιθανότητες που μπορεί να έχει, εάν αποφασίσει να ξεκινήσει δικαστικό αγώνα.

Εάν όμως ο σπουδαίος λόγος δεν υπάρχει τότε καθίσταται άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ορισμένου χρόνου, η οποία παραμένει εν ισχύ. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει για όλη τη διάρκειά της, μισθούς υπερημερίας.

Ισχύει είτε για πρόκειται για σύμβαση ορισμένου, είτε αορίστου χρόνου, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, για την προσβολή του κύρους μιας καταγγελίας σύμβασης.

Ειδικά για τη σύμβαση αορίστου χρόνου συμφωνα με το dikaiologitika.gr η αποζημίωση θεωρείται υποχρεωτική. Στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αν ο σπουδαίος λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία, συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση.

Προϋποθέσεις είναι:

α) Η έγκυρη καταγγελία για σπουδαίο λόγο.

β) Ο σπουδαίος λόγος να συνίσταται ή να οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης από το άλλο μέρος.

γ) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράβασης της σύμβασης και καταγγελίας.

Επίσης, εάν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο ο εργοδότης έκανε την καταγγελία, οφείλεται σε μεταβολή των προσωπικών ή των περιουσιακών του σχέσεων, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, να επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση.

Για την εκτίμηση του ποσού της αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο, συνεκτιμάται κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστή, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών.